- μπιμπελό
- τοάκλ. (λ. γαλλ.), κομψοτέχνημα με μικρές διαστάσεις: Το σαλόνι της είναι γεμάτο μπιμπελό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπιμπελό — και μπιμπλό, το μικρό διακοσμητικό αντικείμενο, μικροτέχνημα, κομψοτέχνημα, που τοποθετείται συνήθως σε εταζέρα ή σε άλλο έπιπλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. ηχομιμητική λ. bibelot] … Dictionary of Greek